ταλαπείριος

ταλαπείριος
ταλαπείριος
one who has suffered much
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταλαπείριος — ον, Α 1. (ιδίως για τον Οδυσσέα) αυτός που έχει υποστεί πολλές δοκιμασίες τής τύχης, πολλά παθήματα 2. αυτός που πλανιέται εδώ και εκεί, αλήτης 3. φρ. «πτωχὸς ταλαπείριος» επαίτης, ζητιάνος (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα (βλ. λ. τάλας) + πεῖρα + …   Dictionary of Greek

  • ταλαπείριον — ταλαπείριος one who has suffered much masc/fem acc sg ταλαπείριος one who has suffered much neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαπείριε — ταλαπείριος one who has suffered much masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαπείριοι — ταλαπείριος one who has suffered much masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”